Διατροφή και Τεχνοεπιστήμη / Νοηματοδοτήσεις και αναπαραστάσεις στον κόσμο των πολλαπλών βαθμών ειδημοσύνης

Της Βασιλικής Καραντζάβελου*

Η διατροφή αποτελεί ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης ζωής το οποίο, πέραν της αυτονόητης αποστολής του να ικανοποιεί τις απαραίτητες ενεργειακές ανάγκες του σώματος, έχει επενδυθεί και σε επίπεδο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό, μεταξύ άλλων, με αποτέλεσμα να φεύγει από τα στενά βιολογικά όρια.

Η ανάδυση καίριων προκλήσεων που επηρεάζουν τη διατροφή δημιουργεί προβληματισμό σχετικά με το παρόν και το μέλλον του κλάδου, μετατρέποντάς την σε έναν παράγοντα ιστορικής και κοινωνιολογικής ανάλυσης. Ωστόσο, αξίζει να σκεφτούμε κατά πόσο το φαγητό και η αγροδιατροφή μπορούν να λειτουργήσουν σαν ένα κάτοπτρο θέασης της τεχνολογίας και της επιστήμης και πώς οι τελευταίες εφάπτονται και επικοινωνούν με σύγχρονα ζητήματα που χρήζουν άμεσων λύσεων.

Διατροφικές τάσεις έρχονται και παρέρχονται κατά διαστήματα, ανταποκρινόμενες σε παροδικές μόδες και -συχνά- σε εύστοχα marketing tricks. Οι προκλήσεις της σημερινής κοινωνίας των εκτεταμένων διακινδυνεύσεων, όμως, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν απλά με την εξεύρεση προσωρινών λύσεων ή εκτάκτων μέτρων, όπως συνέβη στις διατροφικές κρίσεις του πρόσφατου παρελθόντος (νόσος των τρελών αγελάδων και κρίση των διοξίνων, μεταξύ άλλων). Κάθε άλλο, οι ευρωπαϊκές πολιτικές, και ειδικότερα μετά την ψήφιση του Green Deal το 2020 και την στρατηγική Farm To Fork που ακολούθησε, θέτουν ως σκοπό την αναδιάρθρωση της αγροδιατροφικής αλυσίδας ώστε να συμβαδίζει με στόχους διατήρησης της βιοποικιλότητας και με την προσαρμογή στα νέα κλιματικά δεδομένα.

Οι προσπάθειες για τη διαμόρφωση μίας πιο βιώσιμης πολιτικής για την αγροδιατροφή σε όλα της τα στάδια (παραγωγή, συντήρηση, επεξεργασία, κατανάλωση κ.α.) καλούνται να ευθυγραμμιστούν με την αυξανόμενη εκβιομηχάνιση και ζήτηση των τροφίμων, την ανάπτυξη niche αγορών, όπως είναι τα προϊόντα βιώσιμης καλλιέργειας και τα superfoods, και την διεύρυνση του διεθνούς εμπορίου, με αποτέλεσμα να προκύπτει το αίνιγμα κατά πόσο μπορούν να αναδιαρθρωθούν τα αγροδιατροφικά συστήματα χωρίς αυτή η αναδιάταξη να γίνει εμπόδιο στην επιτάχυνση. Και από πού θα έρθει αυτή η λύση, αν όχι από την τεχνοεπιστήμη, πάνω στην οποία έχει βασιστεί το ευρωπαϊκό αφήγημα περί επίτευξης της βιωσιμότητας μέσω της καινοτομίας;

Οι τεχνολογικές και επιστημονικές πρακτικές δεν υπάρχουν εν κοινωνικώ κενώ. Αντιθέτως, αξιολογούνται από τα άτομα, τα οποία συγκροτούν νοηματοδοτήσεις γύρω από τις παρεμβάσεις. Εν προκειμένω, η έρευνα, που διεξάγεται σε επίπεδο διδακτορικής διατριβής στο Τμήμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης του ΕΚΠΑ, εστιάζει στις νοηματοδοτήσεις για την τεχνοεπιστήμη σε σχέση με τη βιωσιμότητα, τη δημόσια υγεία και την ασφάλεια και στη διερεύνηση της κοινωνικής κατασκευής του διατροφικού ρίσκου. Η αποτίμηση της τεχνολογίας και της επιστήμης γίνεται από διαφορετικούς δρώντες, οι οποίοι αξιολογούν τις μεθόδους, τις επιδράσεις και τα αποτελέσματα, συγκροτώντας αντιλήψεις που αναμένεται να διαφέρουν από ομάδα σε ομάδα και ειδικότερα όταν αυτές ανήκουν σε διαφορετικό κοινωνικό ή πολιτισμικό πλαίσιο, τάξη αλλά και βαθμό ειδημοσύνης.

Η αγροδιατροφή έχει σταματήσει να αποτελεί μονολιθικό κλάδο και φολκλόρ αναπόληση των ρομαντικών περί παραδοσιακότητας και, αντίστοιχα, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μία στατική συνθήκη που απλώνεται μέσα στο δίπολο παραγωγή-κατανάλωση· αντίθετα, αναπτύσσεται ως ένα δίκτυο πολλαπλών σχέσεων με διαφορετικούς βαθμούς ειδίκευσης και ειδημοσύνης (expertise), όπως αυτοί που εντοπίζονται σε διαφορετικές ομάδες. Για παράδειγμα, ενώ υπάρχουν πολλές ειδικότητες που ασχολούνται με το πεδίο, η καθεμία κατέχει ένα συγκεκριμένο βαθμό ειδημοσύνης.

Από τους χημικούς τροφίμων και τους βιολόγους (επιστημονική ειδημοσύνη), στους γεωργούς (εμπειρική ειδημοσύνη) και στους μη-ειδικούς, τους καταναλωτές, που βασίζουν τις καταναλωτικές πρακτικές τους σε άρρητες θεωρίες, μπορούμε να εντοπίσουμε πολλές διακριτές ομάδες με διαφορετικό βαθμό ενασχόλησης και γνώσης πάνω στο αντικείμενο, άρα και διαφορετικούς τρόπους νοηματοδότησης και αντίληψης των φαινομένων. Συνεπώς, θα ήταν εξαιρετικά απλουστευτικό να παρακαμφθεί αυτός ο πλουραλισμός, οδηγώντας σε γενικεύσεις σχετικά με τη συναίνεση στον λόγο γύρω από τις τεχνοεπιστημονικές πρακτικές.

Το ενδιαφέρον για την παράλληλη μελέτη ειδικών, αγροτών και απλών ατόμων πηγάζει από τον θεμελιώδη στόχο της παρατήρησης των εντάσεων και των αποκλίσεων στα διάφορα αφηγήματα σχετικά με το ρίσκο στην αγροδιατροφή και τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονται σε σχέση με τον βαθμό ειδημοσύνης των ατόμων και το ανήκειν. Η παραγωγή διακινδυνεύσεων μπορεί να παρομοιαστεί με κάποια παραγωγή βιομηχανικής έντασης, η οποία -πέρα από την εξάπλωση σε μεγάλη έκταση- καταλήγει να παρακάμπτει γεωγραφικά όρια και φυσικούς περιορισμούς. Οι διακινδυνεύσεις και οι επιδράσεις τους γίνονται εύκολα αντιληπτές στο αγροτικό πεδίο καθώς η βάση της γεωργίας είναι η κυκλικότητα των φυσικών διεργασιών. Αντίστοιχα, και οι επιπτώσεις τους διαφέρουν ανάλογα με την περιοχή στην οποία δραστηριοποιούνται οι εμπειρικά ειδήμονες και τον τρόπο παρατήρησης που αξιοποιούν.

Η διερεύνηση των εννοιών που προκύπτουν, τόσο από τους ειδικούς όσο και από τους μη ειδικούς, βασίζεται στις αναπαραστάσεις που συγκροτούνται, οι οποίες λειτουργούν ως εξηγητικές οδοί για την κατανόηση δυσνόητων φαινομένων. Η θεωρία των κοινωνικών αναπαραστάσεων αποτελεί πρόσφορο έδαφος για την εξέταση του θέματος, καθώς εστιάζει στην κοινωνική φύση της γνώσης και την αναγάγει σε δομικό στοιχείο των συστημάτων κατανόησης των ανθρώπων, οι οποίοι δεν παραμένουν παθητικοί φορείς πληροφοριών αλλά δημιουργούν εξηγητικά συστήματα προκειμένου να ερμηνεύσουν ή να κατανοήσουν δυσνόητες πτυχές της καθημερινής ζωής. Η δυναμική αντίληψη για την κοινωνική γνώση μπορεί να αξιοποιηθεί στη διερεύνηση ενός καίριου ερωτήματος των σπουδών επιστήμης και τεχνολογίας, το οποίο αφορά την παραγωγή και τη διακίνηση της επιστημονικής γνώσης αλλά και την οικειοποίησή της από άτομα που ανήκουν σε διαφορετικά πλαίσια και ομάδες.

Η έρευνα των νοηματοδοτήσεων που συγκροτούνται στα τεχνο-επιστημονικά δίκτυα είναι μέρος του ερευνητικού έργου με τίτλο «Διαμορφώνοντας το Περιβάλλον και τη Διατροφή: Κρίσιμα τεχνο-επιστημονικά δίκτυα και ο αγροδιατροφικός τομέας στην Ελλάδα, 1950-2017 (CONEF)» (https://conef.gr), το οποίο εστιάζει στην ιστορική καταγραφή των αγροδιατροφικών συστημάτων της Ελλάδας, μέσα από την οργάνωση και την μελέτη των υλικών συνθηκών, των πολιτικών και των μοντέλων που συνδέουν τη διατροφική αλυσίδα με την παραγωγή και την κατανάλωση της τροφής.

Οι ειδήμονες του κλάδου, χημικοί, βιολόγοι, διατροφολόγοι, μεταξύ άλλων, είναι μέρος των τεχνοεπιστημονικών δικτύων που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη νομιμοποίηση πρακτικών γύρω από το αντικείμενο κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών, και οι νοηματοδοτήσεις που πρότειναν επηρέασαν τις εννοιολογήσεις στον κλάδο της αγροδιατροφής, οι οποίες σήμερα θεωρούνται κυρίαρχες. Κι ενώ οι προσεγγίσεις των ειδικών μπορούν να είναι αμφίδρομες σε σχέση με τα επικρατούντα φαντασιακά αφηγήματα, μέσω της συμπαραγωγής τους, προκύπτουν ερωτήματα σχετικά με το τι συμβαίνει με το ευρύτερο κοινό, τους μη ειδικούς.

Η πολύπαθη σχέση του επιστημονικού λόγου με το ευρύ κοινό αναλύεται κατά καιρούς, ενώ τα τελευταία χρόνια επαναπροσεγγίζεται με στόχο την εξήγηση της ψευδοεπιστήμης και της συνωμοσιολογίας που γιγαντώθηκαν την περίοδο της πανδημίας του COVID-19. Διαχρονικά κυριαρχεί η άποψη ότι ο γενικός πληθυσμός στέκεται με αδιαφορία απέναντι σε ζητήματα επιστημονικού ενδιαφέροντος και μπορούμε να πούμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μία ανακουφιστική σταδιακή αποδυνάμωση αυτής της πεποίθησης, αφού συγκρούεται με την άλλη όψη του νομίσματος, την οποία ανέδειξε ο Bryan Wynne, όσον αφορά τον αποκλεισμό της καθημερινής εμπειρίας και των αντιπροσώπων της από τις διαδικασίες αποτίμησης.

Η κοινωνική βάση της επιστημονικής γνώσης και η δημόσια αξιοπιστία της δεν μπορεί να υπάρξει αφήνοντας απ’ έξω την αμφιθυμία και την πολλαπλότητα των νοηματοδοτήσεων που αποδίδουν οι μη-ειδικοί, αλλά πολλές φορές άμεσα εμπλεκόμενοι. Αυτοί είναι οι χρήστες, οι φορείς της βιωμένης εμπειρίας, οι γνώστες των τακτικών πρακτικών που δεν μπορούν να προτυποποιηθούν για λόγους ευκολίας, παρά μόνο να κατατεθούν με τη μορφή τεχνογνωσίας προσαρμοσμένης στις ανάγκες και στις τοπικές ιδιαιτερότητες.

Τα διαφορετικά επίπεδα ενασχόλησης με ένα αντικείμενο, εν προκειμένω με την αγροδιατροφή, μπορούν να γίνουν καλύτερα κατανοητά μέσα από τον λόγο των εμπλεκομένων κάθε βαθμίδας, είτε αυτοί είναι επιστήμονες, είτε απλοί καταναλωτές, είτε «εμπειρικοί ειδήμονες». Μέσα από την παράθεση και -κατ’ επέκταση- μέσα από την σύγκριση των τυπολογιών διαφορετικών δρώντων υπογραμμίζεται η διάσταση από τις επίσημες αφηγήσεις, αλλά και από την περιοριστική κατασκευή της κοινωνικής ταυτότητας των μη-ειδικών ως αδαών και ανορθολογικών. Η διάσταση από την επιστημονική γνώση και γλώσσα συνδέεται αυτόματα με την περιφρόνησή τους, ενώ θα έπρεπε να οξύνει τα αισθητήρια σχετικά με την ανάγκη για αναστοχασμό.

Οι καταλληλότερες μέθοδοι για την καταγραφή του λόγου των ατόμων, ειδικών ή μη, είναι οι συνεντεύξεις και οι ομάδες εστίασης με ομάδες πολιτών. Με αυτόν τον τρόπο, συστηματικοποιούνται κοινωνικές πραγματικότητες που βασίζονται σε προσωπικές ερμηνείες επιστημονικών και τεχνολογικών πρακτικών, οι οποίες συχνά παραβλέπονται και παραγκωνίζονται από τους δημόσιους λόγους. Η ενδελεχής παρατήρηση και το ενδιαφέρον για τις κατά περίπτωση εννοιολογικές διαφορές μόνο όφελος μπορεί να φέρει στο πεδίο της αγροδιατροφής, όπου τα δίκτυα αλληλοεπηρεάζονται και τα επίπεδα ειδημοσύνης αλληλεξαρτώνται.

Μέσα από μια προσεκτικότερη ανάγνωση των ορισμών, λαμβάνοντας υπόψη το κοινωνικο-πολιτισμικό πεδίο όπου αναπτύσσονται, θα μπορούσαμε να δούμε καθαρά κάποιες από τις κυριότερες προκλήσεις της επιστήμης, όπως είναι η γεφύρωση του χάσματος ανάμεσα στους ειδικούς και τους μη-ειδικούς αλλά και η ανάδυση κινήσεων της λεγόμενης «επιστήμης των πολιτών». Τέτοιες παρατηρήσεις αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη αξία λαμβάνοντας υπόψη τις ευρωπαϊκές διακηρύξεις που θέτουν τους πολίτες ενεργά μέλη στις διαβουλευτικές δημοκρατίες. Αντίστοιχα, δεν είναι θεμιτό να αγνοούνται εμπεδωμένες πρακτικές και αποκλίνουσες αναπαραστάσεις, πόσο μάλλον σχετικά με το ζήτημα της αγροδιατροφής, που είναι μέρος των καθημερινών πρακτικών όλων των πολιτών. Η αμφισβήτηση των σύγχρονων θεσμών, τόσο οικονομικών και πολιτικών όσο και τεχνοεπιστημονικών, είναι μία από τις κρίσεις που ανοίγουν τον δρόμο για τη συγκρότηση μιας πιο συμπεριληπτικής επιστήμης, η οποία θα συνδιαλέγεται με τις τοπικές ιδιαιτερότητες και θα αξιώνει τη νομιμοποίηση της εμπειρικής γνώσης ως άξιο συνομιλητή.

Οι πρακτικές, λοιπόν, αποτελούν εκφράσεις κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών συνθηκών, οι οποίες συν-κατασκευάζουν την όψη του σύγχρονου φαγητού, καθώς ανακύπτουν σημαντικές προκλήσεις – κρίσεις που απαιτούν λύσεις και μεταβάσεις προς εναλλακτικά μοντέλα δομημένα σε άξονες όπως το νερό, το έδαφος, η ενέργεια, το πολυσήμαντο των οικοσυστημάτων, η γνώση και τα τρόφιμα ως τελικό προϊόν. Η αναγνώριση και η αξιολόγηση αυτών των θεμάτων στο πλαίσιο των αυξανόμενων αιτημάτων για βιώσιμες λύσεις και των πιέσεων των μη-ειδικών για συμμετοχή στην αποτίμηση, είναι ένα πολλά υποσχόμενο πεδίο που θα επιτρέψει στις σπουδές επιστήμης και τεχνολογίας να προσφέρουν νέες προοπτικές στον τομέα των σπουδών της διατροφής (Food Studies). Χωρίς να ξεχνάμε ότι ο τρόπος παραγωγής και οι νοηματοδοτήσεις του φαγητού έχουν εξεταστεί -και συνεχίζουν να εξετάζονται- σε ανθρωπολογικό και ιστορικό επίπεδο, η οπτική των σπουδών επιστήμης και τεχνολογίας επιχειρεί να εισάγει ως κεντρική αναλυτική κατηγορία την τεχνοεπιστήμη και τον εννοιολογικό πλουραλισμό των κοινωνικών αναπαραστάσεων που αυτή γεννά.

*Η Βασιλική Καραντζάβελου είναι υπ. διδάκτορας στο Τμήμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος της ερευνητικής ομάδας του CONEF.

 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε το Σάββατο 28 Μαΐου 2022 στο ένθετο “Πρίσμα” της εφημερίδας “Η Αυγή”.