*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 28/12/2023 στην Εφημερίδα “Ελευθερία“.
Η αγροτική παραγωγή τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σταθερά υπό καθεστώς πιέσεων που προκαλούνται από πολλαπλούς τύπους κρίσεων (κλιματική αλλαγή, ενεργειακή κρίση, πόλεμος στην Ουκρανία).
Ταυτόχρονα, οι πιέσεις διαμορφώνουν ένα πλαίσιο επιλογών για το μέλλον της παραγωγής, ειδικά όταν υπάρχουν συγκεκριμένοι στόχοι και κατευθύνσεις που τίθενται από τη νέα ΚΑΠ και στρατηγικές, όπως «από το αγρόκτημα στο πιάτο» και η στρατηγική για τη βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2030. Σε αυτή τη συγκυρία, θεωρούμε κρίσιμο να ανατρέξουμε στην ιστορική συγκρότηση των συστημάτων παραγωγής ώστε να δούμε τι θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε και τι θα ήταν χρήσιμο από τους μετασχηματισμούς του παρελθόντος. Ένα από τα πλέον εμβληματικά προϊόντα του παρελθόντος και του παρόντος είναι ο σιτάρι και στο παρόν άρθρο παρουσιάζουμε μία σύντομη, αλλά και «χρήσιμη» ιστορία της παραγωγής του.
Η σιτοπαραγωγή στην Ελλάδα οργανώθηκε για πρώτη φόρα ως ένα κοινωνικοτεχνικό σύστημα την περίοδο του Μεσοπολέμου. Η μεγάλη πρόκληση για αυτή την εξέλιξη ήταν η ήττα στη μικρασιατική εκστρατεία και η άμεση εγκατάσταση άνω του ενός εκατομμυρίου προσφύγων. Καθοριστικό σημείο ήταν η εγκατάσταση ενός πειραματικού σταθμού ποικιλιών σίτου το 1925, αρχικά στη Λάρισα, και στη συνέχεια στη Θεσσαλονίκη, που αποτέλεσε το «Ινστιτούτο Καλλιτερεύσεως Φυτών» και μεταπολεμικά το Ινστιτούτο Σιτηρών. Παράλληλα, υπήρξαν σημαντικές θεσμικές καινοτομίες, όπως η ίδρυση της Κεντρικής Επιτροπής Προστασίας Εγχώριας Σιτοπαραγωγής (ΚΕΠΕΣ), η οποία συγκέντρωνε και αγόρασε εκ μέρους του κράτους το πλεόνασμα της παραγωγής σε υψηλές τιμές συγκριτικά με τις τιμές του εμπορίου. Οι παρεμβάσεις αυτές αποτέλεσαν την αρχή για την οργάνωση ενός κοινωνικοτεχνικού συστήματος που κατέστησε τη χώρα σιτάρκη σε μαλακό σιτάρι την περίοδο 1957-58. Αυτή την περίοδο, η σιτάρκεια κατακτήθηκε με την επέκταση της καλλιέργειας σε νέα και αγραναπαυόμενα εδάφη, κυρίως μέσω της διάδοσης νέων ποικιλιών. Το Ινστιτούτο εισήγαγε και στη συνέχεια ανέπτυξε νέες ποικιλίες υπό την καθοδήγηση του γεωπόνου Ιωάννη Παπαδάκη, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην πολιτική και την καινοτομία της σιτοπαραγωγής. Ο Παπαδάκης εισήγαγε αρχικά βελτιωμένες ποικιλίες από την Αυστραλία, την Ιταλία και τις ΗΠΑ, με στόχο να αντικαταστήσουν τις θεωρούμενες μη παραγωγικές τοπικές ποικιλίες και πληθυσμούς. Αρχικά το Ινστιτούτο διέδωσε την αυστραλιανή ποικιλία Canberra και στη συνέχεια την ιταλική Mentana, ενώ παράλληλα μέσω διαλογής από τοπικούς πληθυσμούς διέδωσε «καθαρές σειρές» ποικιλιών σε συγκεκριμένες περιοχές που εισαγόμενες ποικιλίες δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν. Μετά τον πόλεμο, διαδόθηκε ευρέως το επονομαζόμενο νούμερο Γ-38290, μια ποικιλία που δημιούργησε το Ινστιτούτο το 1933-34 μετά από διασταύρωση της ιταλικής Rieti με την αυστραλιανή Quality. Μέχρι το 1957, το «νούμερο» καλλιεργούνταν στο 34% και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αύξηση παραγωγής για την επίτευξη της σιτάρκειας.
Η σιτάρκεια αποτελούσε έναν εθνικό στόχο που είχε τεθεί από τους γεωπόνους και άλλους ειδικούς της γεωργίας και σύντομα οικειοποιήθηκε από όλες τις κυβερνήσεις του Μεσοπολέμου. Η αύξηση της παραγωγής που επιτεύχθηκε μέσω των ποικιλιών και της αύξησης των εκτάσεων ήταν προσανατολισμένη κυρίως στην οικονομική στήριξη των μικροκαλλιεργητών και στην αυτοκατανάλωση της παραγωγής από τα αγροτικά νοικοκυριά. Αν και η κοινωνική στήριξη της καλλιέργειας αποτελούσε και μεταπολεμικά μια αναγκαιότητα για την κρατική πολιτική, η χαμηλή αρτοποιητική αξία του εγχώριου σιταριού κινητοποίησε την αλευροβιομηχανία ώστε να παρέμβει στο ζήτημα των ποικιλιών. Αυτή η εξέλιξη συνδεόταν άμεσα με την αστικοποίηση που λάμβανε χώρα τη δεκαετία του 1960, όταν πάνω από ένα εκατομμύριο του πληθυσμού μετακινήθηκε από την ύπαιθρο στα αστικά κέντρα και έθεσε νέα πρότυπα κατανάλωσης. Η αλευροβιομηχανία αναζητούσε ποικιλίες που θα προσέφεραν λευκότερο ψωμί, μεγάλου όγκου, και το οποίο θεωρούνταν το νέο ψωμί «πολυτελείας» των πόλεων. H αλευροβιομηχανία συγκρότησε ένα πρόγραμμα διάδοσης νέων ποικιλιών που ήταν σύμφωνες με τα πρότυπα της αστικής κατανάλωσης. Σε αυτό το πλαίσιο, συνεργάστηκε και στήριξε παραγωγούς για να εισάγουν νέες ποικιλίες -αρχικά ιταλικές και έπειτα μεξικάνικες- παρακάμπτοντας το Ινστιτούτο, το οποίο διατηρούσε τον θεσμικό έλεγχο των ποικιλιών. Οι νέες ποικιλίες είχαν ανώτερη αρτοποιητική αξία σύμφωνα με την αλευροβιομηχανία, αλλά ταυτόχρονα λόγω του χαμηλότερου στελέχους επιδέχονταν υψηλότερης λίπανσης και ήταν περισσότερο παραγωγικές. Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης ήταν να διατηρηθεί η σιτάρκεια σε μαλακό σιτάρι μέχρι το 1985 και η καλλιέργεια στα εύφορα, αλλά και στα χαμηλότερης γονιμότητας χωράφια. Εν συντομία, η περίοδος από 1957-1985 χαρακτηρίστηκε από τον κρίσιμο ρόλο της αλευροβιομηχανίας και την εκτεταμένη χρήση λιπασμάτων. Δηλαδή, ενώ υπήρχαν πιέσεις για αναδιάρθρωση καλλιεργειών από τη μεριά της αγροτικής πολιτικής, η αλευροβιομηχανία διαμόρφωσε τους όρους αξιοπιστίας νέων ποικιλιών, ενώ παράλληλα ενίσχυσε και προωθούσε τα νέα πρότυπα ποιότητας και κατανάλωσης.
Αντίστοιχα, η περίοδος που ακολουθεί από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 μέχρι σήμερα μπορεί να χαρακτηριστεί: α) από το άνοιγμα της αγοράς των σπόρων, β) την κυριαρχία του σκληρού σιταριού και γ) την έμφαση στα πρότυπα παραγωγής για τη διαχείριση των εισροών και των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Το ζήτημα του περιβάλλοντος τίθεται στο σύστημα της σιτοπαραγωγής ως πίεση και πρόκληση, όπως εξάλλου και σε όλο το σύστημα της αγροδιατροφής. Σε αυτό το πλαίσιο, αναδύεται από τη δεκαετία του 1990 η βιολογική καλλιέργεια και λίγο αργότερα τα συστήματα «Ολοκληρωμένης Διαχείρισης». Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί ότι η γραφειοκρατικοποίηση και η σύνδεση της πιστοποίησης των παραπάνω συστημάτων με συγκεκριμένα προγράμματα ενίσχυσης και επιδοτήσεων απέσπασαν την προσήλωση από τις βέλτιστες πρακτικές. Επομένως, αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται από ασυνέχειες με τις προηγούμενες περιόδους, αλλά μοιράζεται την ιδεολογία του παραγωγισμού. Δηλαδή την έμφαση στην αυξανόμενη παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα ενός μαζικά παραγόμενου προϊόντος. Το αίτημα της ποιότητας μπαίνει ως πολύ εξειδικευμένο μόνο για τις αναδυόμενες αγορές και σχετικά πρόσφατα, από εκκολαπτόμενες αγορές προϊόντων με χαρακτηριστικά που υπερβαίνουν τις συμβατικές πιστοποιήσεις, όπως για παράδειγμα η καλλιέργεια των τοπικών ή εναλλακτικών ποικιλιών, ή συγκεκριμένες διαδικασίες βιώσιμης παραγωγής και αναγεννητικής γεωργίας.
Έτσι, συνοψίζοντας, μέσα από αυτήν τη σύντομη αναδρομή στην ιστορία της σιτοπαραγωγής, μπορούμε να κατανοήσουμε για τους σημερινούς μετασχηματισμούς τα εξής:
-Η ιστορία δείχνει ότι όταν υπάρχει επένδυση σε έρευνα και προσωπικό μπορεί να καθοριστεί η κατεύθυνση της μετάβασης. Απαιτείται επένδυση σε έρευνα και γνώση σχετικά με τις ποικιλίες, η οποία να συνδέεται και να ανταποκρίνεται στις πολλαπλές προκλήσεις και όχι μονομερώς στο αίτημα για συνεχή αύξηση των αποδόσεων.
– Η σποροπαραγωγή καθορίζει τον τύπο αγρότη/-ισσας και καταναλωτή/-τριας, αλλά και τον γενικότερο τύπο της αγροτικής ανάπτυξης. Επομένως, η έρευνα θα πρέπει να γίνεται μέσα από τη σύμπραξη διαφορετικών μερών που ο καθένας/καθεμία θα φέρει τις προτεραιότητές του και θα διαπραγματευτεί τα ποιοτικά χαρακτηριστικά.
– Πρέπει να ενδυναμωθούν συμπράξεις δημόσιων και ιδιωτικών οργανισμών και θεσμών (Ινστιτούτων, Πανεπιστημίων, Εταιρειών, Συνεταιρισμών, Καταναλωτών), μέσα από χρηματοδοτικά εργαλεία, ώστε να υπάρξουν νέες εγγραφές ποικιλιών που να προσαρμόζονται τόσο στις νέες κλιματικές αλλαγές όσο και στις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες.
-Είναι κρίσιμο να υπάρξει όραμα ή οράματα που θα τα διαμορφώσουν όλοι οι εμπλεκόμενοι, ώστε να διασφαλιστεί η συναίνεση και δέσμευση όλων. Μόνο όταν οι τεχνικές λύσεις συζητούνται παράλληλα, και μαζί με τα μοντέλα και πρότυπα ανάπτυξης, θα μπορέσουμε να μεταβούμε σε μια «αειφόρο» και δίκαιη παραγωγή.
Σωτήρης Αλεξάκης (γεωπόνος και υποψήφιος διδάκτορας ΕΚΠΑ) & Στάθης Αραποστάθης (αναπληρωτής καθηγητής στο ΕΚΠΑ, όπου διδάσκει Ιστορία και Κοινωνιολογία της Επιστήμης και Τεχνολογίας, καθώς και Επιστημονική και Τεχνολογική Πολιτική).