Του Σωτήρη Αλεξάκη*
Αποτελεί κοινό τόπο πλέον ότι η εντατική χρήση χημικών λιπασμάτων συνδέεται με ζητήματα όπως η υποβάθμιση του περιβάλλοντος, η κλιματική αλλαγή και η ασφάλεια των τροφίμων. Εκκινώντας από αυτή την θέση, η επιτροπή της στρατηγικής «Από το Αγρόκτημα στο Πιάτο» αποτελώντας μια από τις βασικές δράσεις της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας, προτείνει τη μείωση των λιπασμάτων τουλάχιστον κατά 20% έως το 2030. Στην Ελλάδα, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, η χρήση των χημικών λιπασμάτων ακολουθεί μια αργή μείωση που θυμίζει την αντίστοιχη αργόσυρτη διάδοσή τους κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Το αίτημα για την απαγκίστρωση της ελληνικής γεωργίας από τις χημικές εισροές φαίνεται να κυριαρχεί στους λόγους που παράγονται, τόσο σε επίπεδο κεντρικής πολιτικής, όσο και στο πλαίσιο των οικολογικών οργανώσεων και της κοινωνίας των πολιτών. Την ίδια στιγμή, ενώ η κατεύθυνση προς τη βιώσιμη μετάβαση είναι ευδιάκριτη, ο ρυθμός υλοποίησης δείχνει τις θεσμικές, πολιτικές, κοινωνικές αλλά και πολιτισμικές «δεσμεύσεις» του αγροδιατροφικού συστήματος, καθιστώντας την αλλαγή μία διαδικασία που προσδιορίζεται από την ιστορική και την πολιτική συγκρότησή του. Σε αυτό το πλαίσιο, μία ιστορία της χημικοποίησης (chemicalization) της αγροδιατροφής, τόσο ως προς την παραγωγή όσο και ως προς την μεταποίηση είναι σημαντική και μπορεί να καταστεί ιδιαίτερης σημασίας για την κατανόηση των πολιτικών προκλήσεων στον σχεδιασμό των βιώσιμων μεταβάσεων.
Μελετώντας την ιστορία των λιπασμάτων στην Ελλάδα, εντοπίζουμε ότι η πρώτη οργανωμένη προσπάθεια διάδοσης ανάγεται στα χρόνια του μεσοπολέμου και εκτός από μια αργή διαδικασία, αποτέλεσε ταυτόχρονα ένα πεδίο άσκησης έντονων πολιτικών, βιομηχανικών και επιστημονικών συμφερόντων. Αυτή την περίοδο, συγκροτήθηκαν επιστημικές κοινότητες, νομιμοποιήθηκαν πρακτικές και αναδύθηκαν οράματα που νοηματοδότησαν με συγκεκριμένο τρόπο τους όρους της ανάπτυξης και του περιβάλλοντος. Μια προσέγγιση που περιλαμβάνει τους τεχνικούς αλλά και τους κοινωνικούς όρους που πλαισίωσαν τη νέα τεχνολογία, θα μας επιτρέψει να κατανοήσουμε τις ιδιαίτερες νοηματοδοτήσεις εννοιών που εν πολλοίς παραμένουν σε ισχύ μέχρι και σήμερα και κατευθύνουν την παραγωγή της τροφής.
***
Στις αρχές του 20ου αιώνα, τα τεχνικά μέσα στην Ελλάδα παρέμεναν αρχαϊκά και η χρήση των χημικών λιπασμάτων σχεδόν άγνωστη. Οι σχετικές επιστημονικές κοινότητες (γεωπόνοι, χημικοί, μηχανικοί, οικονομολόγοι), αναγνώριζαν στη χημική λίπανση μια άμεση και ρεαλιστική πρακτική αύξησης της παραγωγής που θα μπορούσε να διαδοθεί εύκολα στις υπάρχουσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Παράλληλα, από το 1910 είχε ξεκινήσει η εγχώρια παραγωγή χημικών λιπασμάτων από τη μεγαλύτερη βιομηχανία της εποχής την «Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων» (ΑΕΕΧΠΛ).
Μέχρι και τη δεκαετία του 1920 η χημική λίπανση εφαρμοζόταν σε ελάχιστες καλλιέργειες και κυρίως στα προϊόντα που προορίζονταν προς εξαγωγή. Ωστόσο, μια αξιοσημείωτη χρήση λιπασμάτων για τα δεδομένα της χώρας, αρχίζει την δεκαετία του 1930 η οποία συνδέεται άμεσα με την πολιτική της αυτάρκειας σε σιτάρι· μια πολιτική που υιοθετήθηκε υπό την πίεση του προσφυγικού ζητήματος και της διαφαινόμενης επισιτιστικής κρίσης. Εντούτοις, ακόμη και στο τέλος του μεσοπολέμου, η χρήση των λιπασμάτων παρέμενε σε χαμηλά επίπεδα σε σύγκριση με τις χώρες της δύσης που λειτουργούσαν πάντα ως σημεία αναφοράς.
Στον μεσοπόλεμο, το συντριπτικό ποσοστό των λιπασμάτων προέρχονταν από την εγχώρια βιομηχανία. Αυτή την περίοδο, η ΑΕΕΧΠΛ ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μια βιομηχανία λιπασμάτων. Εκτός από έναν ισχυρό παράγοντα έκφρασης των συμφερόντων μιας αναδυόμενης ελίτ βιομηχάνων, αποτελούσε μια κοινότητα γνώσης ικανή να επηρεάζει δυναμικά την αγροτική πολιτική και όσον αφορά στην λιπασματική πολιτική μπορούμε να πούμε ότι την καθόρισε πλήρως μέχρι και την έναρξη του πολέμου. Οι επικεφαλής της ΑΕΕΧΠΛ μπορούσαν να ελέγχουν θεσμούς και η εταιρία απολάμβανε προνομιακή αντιμετώπιση από όλες τις κυβερνήσεις. Παράλληλα, διέθετε ένα ισχυρό τεχνο-επιστημονικό δίκτυο πλαισιωμένο από ερευνητικό ινστιτούτο, πειραματικούς αγρούς και πολυάριθμο επιστημονικό προσωπικό.
Η απουσία κρατικών υποδομών, επέτρεψε στην εταιρία να αναπτύξει μια σχεδόν αποκλειστική ειδημοσύνη γύρω από το ζήτημα μέσω της οποίας νομιμοποιούσε συγκεκριμένου τύπου λιπάσματα, προωθώντας παράλληλα τα συμφέροντά της. Έτσι, το ρυθμιστικό πλαίσιο της κρατικής πολιτικής ενσωμάτωνε ουσιαστικά τα αιτήματα της εταιρίας με αποτέλεσμα την κυριαρχία των λιπασμάτων της. Ωστόσο, μέχρι την έναρξη του πολέμου, αυτή η πολιτική απέτυχε να ικανοποιήσει τους διακηρυγμένους στόχους της, δηλαδή τη γρήγορη διάδοση της λίπανσης και την εντατικοποίηση της γεωργικής παραγωγής.
Ουσιαστικά, τα χημικά λιπάσματα διαδίδονται ευρέως μόνο μεταπολεμικά, όταν η εταιρία αποδυναμώνεται και παράλληλα νομιμοποιούνται άλλα τεχνο-επιστημονικά δίκτυα αλλά και νέοι τύποι λιπασμάτων. Αυτή την περίοδο, η διαχείριση περνά στην Αγροτική Τράπεζα και η λιπασματική πολιτική μετασχηματίζεται ριζικά. Στο νέο πλαίσιο ισχυροποιούνται κρατικοί εδαφολόγοι οι οποίοι νομιμοποιούνται ως ειδήμονες σχετικά με την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσει η χημική λίπανση. Η δεκαετία του 1960 χαρακτηρίζεται από ραγδαία αύξηση των λιπασμάτων η οποία υποβοηθείται από την κατασκευή τριών νέων εγχώριων εργοστασίων, γεγονός που μας επιτρέπει να κάνουμε λόγο για την αφετηρία μιας εντατικοποιημένης πλέον γεωργικής παραγωγής στην χώρα.
***
Η ταυτότητα της έρευνας
Η έρευνα για την ιστορία της χημικοποίησης του αγροδιατροφικού συστήματος και συγκεκριμένα η ιστορία της παραγωγής και διάδοσης των λιπασμάτων στην Ελλάδα, συντελείται στο πλαίσιο διδακτορικής διατριβής που υλοποιείται στο τμήμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης του ΕΚΠΑ. Η διατριβή αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου και φιλόδοξου ερευνητικού προγράμματος με τίτλο «Διαμορφώνοντας το Περιβάλλον και τη Διατροφή: Κρίσιμα τεχνο-επιστημονικά δίκτυα και ο αγροδιατροφικός τομέας στην Ελλάδα (CONEF)», το οποίο χρηματοδοτείται από το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας.
Στόχος του CONEF είναι να μελετήσει και να διαμορφώσει μία ιστορικά ενημερωμένη πολιτική ανάλυση του αγροδιατροφικού συστήματος. Η ερευνητική ομάδα του έργου προσεγγίζει την ιστορία της αγροδιατροφικής αλυσίδας σε μια μακρά περίοδο τουλάχιστον 70 χρόνων, τοποθετώντας στο επίκεντρο τον ρόλο των τεχνο-επιστημονικών δικτύων. Τα δίκτυα γίνονται αντιληπτά τόσο ως υλικές υποδομές της επιστήμης και της τεχνολογίας αλλά και ως κοινότητες γνώσης που έπαιξαν κομβικό ρόλο στη νομιμοποίηση πρακτικών, στην άσκηση πολιτικών και στην νοηματοδότηση των όρων όπως «ανάπτυξη» και «περιβάλλον». Μια τέτοιου τύπου ιστορική ανασυγκρότηση που εστιάζει στα μοναδικά πολιτικά, κοινωνικά, επιστημονικά και τεχνολογικά χαρακτηριστικά της χώρας, αφενός προσφέρει κριτικές προσεγγίσεις ως προς τις πολιτικές που εφαρμόζονται στον αγροδιατροφικό τομέα, αφετέρου μπορεί να ενημερώσει τις μελλοντικές πολιτικές που θα ασκηθούν υπό την πίεση των σύγχρονων κοινωνικών και περιβαλλοντικών προκλήσεων.
* Ο Σωτήρης Αλεξάκης είναι υπ. διδάκτορας στο Τμήμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος της ερευνητικής ομάδας του CONEF.
Περισσότερες πληροφορίες: www.conef.gr
Το άρθρο δημοσιεύτηκε το Σάββατο 3 Ιουνίου 2021 στο ένθετο “Πρίσμα” της εφημερίδας “Η Αυγή”.